- ποτίσω
- ποτίζωgive to drinkaor subj act 1st sgποτίζωgive to drinkfut ind act 1st sgποτίζωgive to drinkaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη … Dictionary of Greek